- νικηθῶ
- νῑκηθῶ , νικάωconqueraor subj pass 1st sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ήττα — η (AM ἧττα, και παλαιότ. αττ. τ. ήσσα) 1. αποτυχία, καταστροφή στον πόλεμο, ατυχής έκβαση μάχης 2. ατυχής, αποτυχημένη έκβαση ενός αγώνα, μιας προσπάθειας ή μιας επιχείρησης («ήττα στις εκλογές») αρχ. 1. υποχώρηση σε κάτι, εξασθένηση τής… … Dictionary of Greek